Μ Ε Τ Α   Ε Ι Κ Ο Σ Ι   Ε Τ Η

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΒΙΟΚΛΙΜΑΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΜΕΤΑΞΥ 1973-93
από τον Θάνο Ν. Στασινόπουλο
αρχιτέκτονα
 

Το κείμενο αυτό αποτελεί ελεύθερη μετάφραση ανακοίνωσης στο συνέδριο ‘Αρμονία με τη Φύση’ της Διεθνούς Ένωσης Ηλιακής Ενέργειας (ISES) που έγινε στη Βουδαπέστη το 1993. Αν και πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε, το θέμα που καλύπτει παραμένει -ατυχώς- επίκαιρο...

Οι όροι ‘ηλιακός’, ‘βιοκλιματικός’, ‘ενεργειακός’ ή ‘περιβαλλοντικός’ με αναφορά στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό χρησιμοποιούνται στο κείμενο ως συνώνυμοι.

 
English version
Παράγραφοι
Περίληψη | Αναζητώντας τη δύναμη του Ήλιου | Μονωμένα αυτιά | Καυτές ερωτήσεις | Κρίση ταυτότητας | Η αρχιτεκτονική του κουμπαρά | Bonus & Malus | Η μεταμοντέρνα μέθοδος | Οι πράσινες ρίζες | Επίλογος
 
Times are changing -continuously...
 
Περίληψη
Μετά από δύο δεκαετίες έρευνας και επενδύσεων που ακολούθησαν τον πόλεμο του Yom Kippur το 1973, ο ενεργειακός σχεδιασμός παραμένει ακόμη μια περιθωριακή αρχιτεκτονική τεχνική, χωρίς να έχει εξελιχθεί σε ένα καθιερωμένο αρχιτεκτονικό ‘στυλ’.  
       Αυτό οφείλεται ίσως στην ανεπαρκή προώθησή του, ή στην αυστηρά επιστημονική προσέγγιση, ή απλά στη μετατροπή του σε τεχνικό ‘παιχνίδι’ μερικών ειδικών.  
       Μέχρι τώρα η κύρια έμφαση περιορίζεται στη τεχνο-οικονομική διάσταση, συνήθως με ελάχιστο ενδιαφέρον για τις άλλες αρχιτεκτονικές πλευρές του. Έτσι έχει περιορισμένη απήχηση και διάδοση, μια και μοιάζει περισσότερο με ένα ειδικό τεχνολογικό πεδίο (όπως η ακουστική ή η στατική ανάλυση) παρά με ‘αληθινή’ αρχιτεκτονική. 
       Αντίθετα, η μόδα του Μεταμοντερνισμού εξαπλώθηκε ραγδαία στην αρχιτεκτονική πρακτική κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, ανατρέποντας πολλές από τις μακρόχρονες αξίες του Μοντέρνου Κινήματος.  
       Στη περίπτωση αυτή δεν χρειάστηκαν επιστημονικές ‘αποδείξεις’ ‘έλεγχοι απόδοσης’ ή ‘εξοικονόμηση’ που να απαιτούν οι κανονισμοί ή οι πελάτες, όπως συμβαίνει με τα ηλιακά κτίρια. Επρόκειτο σαφώς για μια νίκη της Ψευδαίσθησης κατά της Λογικής, ένα ‘πανηγύρι της παρακμής’, μια έκφραση των νέων πολιτικών τάσεων, ή απλά ένας φόβος για το μέλλον. 
       Η βιοκλιματική θεώρηση έμεινε περιχαρακωμένη στη σχέση κόστους-απόδοσης. Τα άλλα οφέλη από τη χρήση ήπιων μορφών ενέργειας, το οικολογικό πνεύμα της εξισορρόπησης του τεχνητού περιβάλλοντος με τις δυνάμεις της Φύσης, η χαρά της φυσικής ζωής, όπως και η ξεχασμένη σοφία της θεώρησης του κλίματος ως βασικής αρχιτεκτονικής παραμέτρου, παρέμειναν στο ημίφως. 
       Αλλά η ουσία της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής ξεπερνά την απλή εξοικονόμηση χρημάτων. Γιαυτό επιβάλλεται η προβολή και των άλλων αρετών του για να γίνει πιο ελκυστικός. Το επιδέξιο ‘marketing’ αρχετύπων που να αποτελούν παραδείγματα προς μίμηση, καθώς και ο τονισμός των συναφών πολιτικών και φιλοσοφικών πτυχών, θα πρέπει να προστεθούν στα αντικείμενα συνεδρίων και ερευνητικών προγραμμάτων, ως μέσα προώθησης κάποιου είδους ‘Πράσινης Αρχιτεκτονικής’. 
Γιατί είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε τα όρια του καταναλωτισμού και τους περιορισμούς του πλανήτη μας -εκτός αν το ‘κέρδος’ μερικών είναι πιο σημαντικό από την επιβίωση όλων. 
.
 
Αναζητώντας τη δύναμη του Ήλιου
  Φέτος είναι η εικοστή επέτειος της ‘Ενεργειακής Κρίσης’, που σήμανε την αρχή της μετέπειτα φάσης ερευνών και εφαρμογών της ηλιακής ενέργειας: Ο πόλεμος του 1973 στην έρημο του Σινά προκάλεσε παγκόσμια αναστάτωση, φέρνοντας κυβερνήσεις και λαούς αντιμέτωπους με το θέμα των φυσικών πόρων. Με αυτή την αφορμή, μια ημιαναρχική τεχνο-κοινωνικο-πολιτική ‘μόδα’ που άνθιζε στις δυτικές ΗΠΑ πέρασε από την εποχή της ‘Εξουσίας των Λουλουδιών’ στη τρέχουσα εποχή των διεθνών συνεδρίων, των ερευνητικών προγραμμάτων και των κρατικών επενδύσεων. 
       Ο Σίμος Γιάννας περιέγραψε τη μετάβαση από τη πειραματική παιδικότητα στην επιστημονική εφηβεία του ενεργειακού σχεδιασμού: ‘Πριν μερικά χρόνια είπαμε ότι μπορούμε να χτίσουμε καλύτερα κτίρια, πιο αποδοτικά στη χρήση της ενέργειας, και με καλύτερη σχέση προς το τοπικό κλίμα. Και μας είπαν "Αποδείξτε το". Κι εμείς ξαναπήγαμε στα εργαστήρια για να βρούμε αποδείξεις ότι μπορούμε να το κάνουμε’. 
       Πραγματικά, μέσα στα τελευταία είκοσι χρόνια, έχουν γίνει εκτεταμένες έρευνες και επενδύσεις για να δοθούν απαντήσεις σε πλήθος επιστημονικών ερωτημάτων, αλλά και για να πειστούν τόσο το κοινό όσο και οι επαγγελματίες για τις αρετές των ηλιακών κτιρίων. Ειδικά η Ευρωπαϊκή Κοινότητα έχει διοχετεύσει πολλούς πόρους προς αυτή τη κατεύθυνση μέσω πληθώρας προγραμμάτων και έργων, σε μια συστηματική προσπάθεια προώθησης ενεργειακά αποδοτικών κτιρίων και γενικώτερα της βιοκλιματικής ‘Αρχιτεκτονικής’. 
Μονωμένα αυτιά
  Οι καρποί αυτών των προγραμμάτων είναι πολυάριθμοι: Εργαλεία υπολογισμού και σχεδιασμού, παραδείγματα εφαρμογών, στοιχεία μετρήσεων, νέοι κανονισμοί και προϊόντα, ποικίλες συνθετικές παραλλαγές και συναφείς πληροφορίες και οδηγίες, που αναπτύχθηκαν για να προκαλέσουν το ενδιαφέρον του κοινού για τα ηλιακά κτίρια και για να βοηθήσουν τους μελετητές στην ένταξη βιοκλιματικών στοιχείων στα έργα τους. 
       Αναμφισβήτητα γνωρίζουμε πολύ περισσότερα για το θέμα τώρα απ’ότι πριν 20 χρόνια. Αλλά όλη αυτή η συσσώρευση επιστημονικής γνώσης έκανε άραγε το κοινό να ασπαστεί τις προβαλλόμενες αξίες; Επηρέασε καθόλου τους επαγγελματίες της οικοδομής και το περιβάλλον που σχεδιάζουν;  
       Σίγουρα θα περίμενε κανείς ότι, σε μια περίοδο οικονομικής ύφεσης όπως η τωρινή, τα ωφέλη της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής θα δημιουργούσαν αυτόματα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δυστυχώς όμως οι μέχρι τώρα ενδείξεις οδηγούν σε σκεπτικισμό: 
· Η περιβαλλοντική διάσταση του σχεδιασμού κτιρίων είτε αγνοείται ακόμη, είτε εφαρμόζεται με μάλλον αδέξιο τρόπο. 
· Μέθοδοι ανάλυσης και σύνθεσης υπάρχουν εδώ και πολύ καιρό, αλλά η πλειοψηφία των αρχιτεκτόνων δεν χρησιμοποιεί ούτε τις πιο απλές απ’αυτές. 
· Οι κλιματικοί παράγοντες συνήθως παραμελούνται, τα δε κτίρια (παρόλο που σπάνια πλέον εκφράζουν τις ιδέες του Μοντερνισμού) εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως "μηχανές προς κατοίκηση", τουλάχιστον στο θέμα του ελέγχου του περιβάλλοντος: η ρύθμιση των εσωτερικών συνθηκών βάσει των εξωτερικών δεν γίνεται μέσω του περιβλήματος και της όλης διαμόρφωσης του κτιρίου αλλά με ειδικό πρόσθετο μηχανολογικό εξοπλισμό. 
· Ελάχιστες αρχιτεκτονικές σχολές έχουν εισάγει τον βιοκλιματικό σχεδιασμό στο πρόγραμμά τους, το δε σχετικό ενδιαφέρον των σπουδαστών (μια ένδειξη του τι μπορεί να περιμένει κανείς από τα μελλοντικά σχεδιαστήρια) είναι μάλλον χαμηλό. 
· Είναι περίεργο να παρατηρεί κανείς μια αύξηση του ενδιαφέροντος για τα ηλιακά κτίρια από τη πλευρά των μηχανικών, αλλά όχι των αρχιτεκτόνων. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στα πολυάριθμα συνέδρια για την ‘ηλιακή αρχιτεκτονική’ -που συνήθως προσελκύουν λιγώτερους αρχιτέκτονες απ’ότι άλλες τεχνικές ειδικότητες. 
       Φαίνεται λοιπόν ότι οι αρχιτέκτονες δεν δίνουν στην αρμονία μεταξύ των κτιρίων και των περιβαλλοντικών δυνάμεων μεγαλύτερη σημασία απ’ότι πριν 20 χρόνια. Γιατί;
Καυτές ερωτήσεις
  Σίγουρα η ύπαρξη π.χ. ποσοτικών δεδομένων ή συνθετικών βοηθημάτων, σαν αυτά που υπάρχουν ήδη, είναι πολύ θετική, μια και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν ‘όχημα’ στη πορεία προς βιοκλιματικά κτίρια. 
       Αλλά ποιό είναι το ‘καύσιμο’ αυτού του ‘οχήματος’; Γιατί να χρησιμοποιήσει κανείς τέτοια βοηθήματα; Μόνο και μόνο το γεγονός ότι αυτά υπάρχουν, ή έστω η μείωση του λογαριασμού ρεύματος, αποτελούν άραγε επαρκές κίνητρο; Ποιά άραγε είναι η κινητήρια δύναμη της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής; Πώς προβάλλεται; Και -ένα θεμελιώδες ερώτημα- γιατί να προβάλλεται τέλος πάντων; 
       Γιατί οι προσπάθειες προώθησης δεν είχαν μεγαλύτερη απήχηση; Λόγω εσφαλμένης στρατηγικής και τακτικής, ή μήπως κατά βάθος πρόκειται για λανθασμένο στόχο; 
       Τελικά, ποιά είναι η φύση και το βεληνεκές της βιοκλιματικής ‘ιδέας’ σήμερα; Είναι εγγύτερη στην αρχιτεκτονική ή στη τεχνολογία; Αφορά κάτι παραπάνω από την ενέργεια; Ποιά είναι η ενδεδειγμένη πορεία για να επεκταθεί η αποδοχή της; 
       Οι απαντήσεις δεν είναι ούτε προφανείς ούτε απλές. Θα μπορούσαν μάλιστα να αποτελέσουν θέμα εκτενούς προβληματισμού, ή και ερευνητικών προγραμμάτων. Εντούτοις το κείμενο αυτό επιχειρεί να θέσει μερικές συναφείς ερωτήσεις που συνήθως παραμένουν στο σκοτάδι.
Κρίση ταυτότητας
  Ένα θεμελιώδες ερώτημα αφορά τη φύση του βιοκλιματικού σχεδιασμού:  
· Είναι μόνο ένα πεδίο δομικής τεχνολογίας, όπως η ακουστική, η προκατασκευή ή η αντισεισμική προστασία, με μόνο προορισμό να εμπλουτίζει άλλους αρχιτεκτονικούς τύπους; 
· Ή μήπως μπορεί να γίνει ένα αυτοτελές αρχιτεκτονικό ιδίωμα, με τις δικές του αρχές, λεξιλόγιο και μηνύματα, σε άμεση αλληλεπίδραση με τις εκάστοτε κοινωνικές εξελίξεις; 
       Στη πρώτη περίπτωση, είναι προφανές ότι ο ‘ηλιακός τομέας’ αποτελεί μια περιοχή εξειδίκευσης επιστημονικού χαρακτήρα. Από αυτή την άποψη μπορεί να διαδοθεί στην αντίληψη του κοινού και στο δομημένο περιβάλλον μόνο μέσω κανονισμών, εγκυκλίων, στατιστικών ή μελετών σκοπιμότητας, δηλαδή με αναφορά σε ποσοτικά στοιχεία. Αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος προσέγγισης που εφαρμόζεται επί χρόνια, με αμφίβολη αποτελεσματικότητα.  
       Με βάση τη δεύτερη εκδοχή, η αρχιτεκτονική όψη του βιοκλιματικού σχεδιασμού δεν έχει ακόμη αποκτήσει μια ξεχωριστή (ούτε βέβαια μια ενδιαφέρουσα) προσωπικότητα. Τα περισσότερα υλοποιημένα παραδείγματα είναι ουδέτερα κτίρια όπου έχουν προστεθεί μερικά ενεργειακά δομικά στοιχεία. Σε γενικές γραμμές η αρχιτεκτονική που εκφράζουν δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί συναρπαστική, διαμορφώνοντας έτσι τη κοινή αντίληψη ότι η μορφή που ακολουθεί τη περιβαλλοντική λειτουργία σπάνια είναι ελκυστική.
Η αρχιτεκτονική του κουμπαρά
  Η Σπαρτιάτικη όψη των περισσοτέρων βιοκλιματικών συνθέσεων εκφράζει όχι μόνο τον καθαρά λειτουργικό χαρακτήρα τους, αλλά και την άμεση σχέση τους με την ‘εξοικονόμηση’, τον κύριο άξονα του ενεργειακού προβληματισμού. 
       Πραγματικά, λέξεις όπως οικονομία, μείωση, κιλοβατώρες και δολλάρια αντηχούν διαρκώς σε συνέδρια όπως αυτό εδώ. Αντίθετα, άλλες έννοιες όπως στυλ, ποιότητα ζωής ή φαντασία συνήθως απουσιάζουν. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη πλειοψηφία των θεμάτων συζήτησης, θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιον αδαή στο συμπέρασμα ότι ο βιοκλιματικός σχεδιασμός είναι μόνο μια μέθοδος για τη περικοπή των ενεργειακών απαιτήσεων, για τη μείωση των λογαριασμών ρεύματος, για τον περιορισμό του κόστους λειτουργίας ενός κτιρίου, με δυό λέξεις για την εξοικονόμηση χρημάτων. 
       Φυσική προέκταση αυτής της αντίληψης θα ήταν ότι ο ενεργειακός σχεδιασμός είναι ένα αποκλειστικά τεχνολογικό θέμα, που αφορά όσους αδυνατούν να έχουν τη πολυτέλεια της σπατάλης ενέργειας. Έτσι, για τον κοινό άνθρωπο αυτό το είδος σχεδιασμού απευθύνεται στις πλατιές μάζες και όχι στους λίγους προνομιούχους, όπως και η ‘μαζική δόμηση’ ή οι ‘μαζικές μεταφορές’. Στην άλλη άκρη του κοινωνικού φάσματος (και χάσματος), οι πλούσιοι (που κατά κανόνα αποτελούν και τα εκάστοτε κοινωνικά πρότυπα) μπορούν να πληρώσουν π.χ. για τη διψασμένη Maserati τους ή την ενεργοβόρα Νεο-νεοκλασσική βίλλα τους, συνεπώς γιατί να νοιάζονται για τις ακτίνες του Ήλιου, πέρα από το καλοκαιρινό μαύρισμα; 
       Αυτή η εικόνα ταξικής διάκρισης μεταξύ ‘εχόντων’ και ‘μη εχόντων’ στα πλαίσια της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής οφείλεται στην εμμονή για ‘εξοικονόμηση’, που αποτελεί το κύριο θέμα προβολής και έρευνας του είδους. Ο όρος υπονοεί έναν υλικό περιορισμό, ο οποίος είναι μεν ρεαλιστικός και αναπόφευκτος, αλλά δεν ταιριάζει με τη προσδοκία να ζής σαν τα λαμπρά ‘μοντέλα’ του σήμερα. Η κατανάλωση θεωρείται ως δείκτης κοινωνικής καταξίωσης στη καταναλωτική κοινωνία μας, ενώ η οικονομία είναι μια χλωμή αρετή που προέρχεται μάλλον από ανάγκη παρά από συνειδητή επιλογή. Η κυρίαρχη ‘ιδεολογία’ της εποχής μας είναι να γίνεις πλούσιος ανεξάρτητα από το πώς -ή τουλάχιστον να φαίνεσαι σαν πλούσιος. 
       Συνεπώς η προβολή της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής αποκλειστικά ως μεθόδου κατακευής ‘οικονομικών κτιρίων’ έχει προφανώς περιορισμένη απήχηση και μικρές πιθανότητες να γίνει κύριο αρχιτεκτονικό ρεύμα στις τρέχουσες συνθήκες.
Bonus & Malus
  Αναμφίβολα η εξοικονόμηση ενέργειας και όλα τα σχετικά θέματα είναι πολύ σημαντικά για να αδιαφορήσει κανείς, ειδικά στην εποχή μας. Τα βιοκλιματικά κτίρια πλεονεκτούν εδώ, μια και δίνουν τη δυνατότητα μείωσης των ενεργειακών αναγκών του δομικού τομέα. 
       Αλλά μόνο αυτό είναι η ουσία της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής, η εξοικονόμηση ενέργειας και τίποτα άλλο; Κάτι τέτοιο θα ήταν ίσως ένα αρκετά ελκυστικό πλεονέκτημα για τις αναπτυσσόμενες χώρες που δεν έχουν δικές τους πηγές ενέργειας. Αλλά για τις κοινωνίες όπου τα κτίρια είναι κάτι παραπάνω από απλή ‘στέγη’ για σημαντικό μέρος του πληθυσμού, η αποδοτική χρήση της ενέργειας δεν είναι το βασικό κριτήριο αξιολόγησης κτιρίων. Εκείνοι που αγοράζουν ρούχα όχι μόνο για να ζεσταθούν αλλά και για να προβάλουν μια εικόνα, δεν είναι καλοί πελάτες για ανούσια κτίρια, όσο και αν είναι αποδοτικά στη χρήση της ενέργειας. 
       Φαίνεται ότι μερικές δεκάρες από κάποια οικονομία στα καύσιμα δεν είναι επαρκές ‘δόλωμα’, ενώ παράλληλα, στη περίοδο που διανύουμε με σχετικά φθηνό πετρέλαιο, το ‘πρόστιμο’ για την ενεργειακή σπατάλη αφήνει αδιάφορους πολλούς αρχιτέκτονες και κατασκευαστές. Και γιατί να περιμένει κανείς ότι το κοινό θα δείξει μεγαλύτερο ενδιαφέρον απ’ότι οι επαγγελματίες της οικοδομής; 
        Αξίζει εδώ να σημειωθεί μια συνηθισμένη αντίφαση στην αξιολόγηση του κόστους ενός κτιρίου: Ο πελάτης είναι διατεθειμένος να πληρώσει παραπάνω για μη λειτουργικά διακοσμητικά στοιχεία και υλικά, αλλά όχι για τα φιλικά προς το περιβάλλον, για τα οποία ζητούνται λεπτομερείς ‘αποδείξεις’ και ‘χρόνοι απόσβεσης. Αυτό ίσως οφείλεται στο ότι πολλά από αυτά τα στοιχεία δεν είναι εμφανή ή ‘της μόδας’, παρέχοντας έτσι μια σαφή ένδειξη ότι η ‘εξοικονόμησηδεν είναι το υπέρτατο πλεονέκτημα στη τρέχουσα αγορά.
Η μεταμοντέρνα μέθοδος
  Σε πλήρη αντίθεση με τη περιορισμένη αποδοχή του βιοκλιματικού σχεδιασμού από κοινό και αρχιτέκτονες, το κύμα του Μεταμοντερνισμού και των παραλλαγών του πλημμύρησε την αρχιτεκτονική θεωρία και πρακτική στη διάρκεια της ίδιας εικοσαετίας. 
       Στη περίπτωσή τους δεν χρειάστηκαν ερευνητικά προγράμματα, ούτε πολυάριθμα συνέδρια, ούτε ‘αποδείξεις’. Όμως αυτή η νέα μόδα κατάφερε να πλανέψει πολλούς αρχιτέκτονες και να κατακτήσει πολλούς πελάτες και οικόπεδα. Τα κτίρια που κτίστηκαν με τους κανόνες της δεν ήσαν φθηνότερα, ούτε βέβαια πιο αποδοτικά από τα βιοκλιματικά ή έστω από τα συνηθισμένα. 
       Προφανώς υπήρξε κάποιος λόγος διαφορετικός από την 'εξοικονόμηση' ή την 'αποδοτικότητα' για τη γρήγορη εξάπλωση του Μεταμοντερνισμού. Ήταν μάλλον προϊόν σφαλμάτων του παρελθόντος, πλήξης, ή -το πιθανώτερο- επιδέξιας προώθησης από ορισμένους ενδιαφερόμενους. Πλουμιστές εκδόσεις πρόβαλαν τις ‘νέες’ ιδέες, μεγάλα ονόματα της αρχιτεκτονικής τις στήριξαν με το κύρος τους, οι δε σύγχρονες πολιτικές και κοινωνικές τάσεις βρήκαν κάποιο εκπρόσωπο στο νέο τύπο προσόψεων. Η αρχιτεκτονική έκανε μια ξαφνική στροφή προς το παρελθόν, αγκαλιάζοντας αξίες τύπου Disneyland. 
       Αντίθετα, οι βιοκλιματικές ιδέες έχουν αγνοήσει κάθε κανόνα marketing μέχρι τώρα, οχυρωμένες πίσω από τη Δομική Φυσική και Τεχνολογία. Παραμένουν θαμμένες κάτω από πειραματικά αποτελέσματα, τεχνικές εκθέσεις και μεθόδους προσομοίωσης, ενίοτε περιφρονημένες ως τρέλλα του 60 και 70, κάτι σαν τη μίνι-φούστα ή τους χίππις. Έτσι, σε μια εποχή που κυριαρχείται παγκόσμια από οπτικά μηνύματα, η αδυναμία της βιοκλιματικής θεωρίας και των συναφών εφαρμογών να δημιουργήσουν και να προωθήσουν μια ελκυστική αρχιτεκτονική γλώσσα και αρχέτυπα ίσως εξηγεί τη περιορισμένη αποδοχή της, παρά τους μέχρι τώρα κόπους και έξοδα. 
       Πιθανόν να αντιτείνει κανείς ότι ‘ο βιοκλιματικός σχεδιασμός δεν έχει τη δυνατότητα να γίνει ένα αυτοτελές αρχιτεκτονικό ιδίωμα, ικανό να συναγωνιστεί άλλες τάσεις, μια και ο φυσικός ρόλος του είναι μόνο βοηθητικός’. Όμως όλα τα συστατικά ένός συγκροτημένου συνθετικού συστήματος υπάρχουν ήδη: Ιδέες, υλικά, κατασκευαστικές τεχνικές, πείρα και πάνω απ’όλα μια προφανώς γνήσια και επιτακτική κοινωνική αναγκαιότητα που περιμένει να εκφραστεί. Τότε τι λείπει ακόμη; 
· Μερικοί προικισμένοι συνθέτες που θα δημιουργήσουν το αναγκαίο λεξιλόγιο και πρότυπα; 
· Μερικοί φωτισμένοι θεωρητικοί που θα διατυπώσουν τις αρχές της νέας προσέγγισης με ένα ‘Βιοκλιματικό Μανιφέστο’; 
· Κατάλληλες δυνάμεις της αγοράς που θα την ασπαστούν και θα τη προωθήσουν με μια έξυπνη στρατηγική και τακτική; 
Οι πράσινες ρίζες
  Όποιες και να είναι οι απαντήσεις, παραμένει το ερώτημα του κατά πόσο είναι σωστό να βλέπει κανείς τον βιοκλιματικό σχεδιασμό αποκλειστικά ως ‘αρχιτεκτονική για δύσκολους καιρούς’. Σίγουρα ταιριάζει στις μελλοντικές ενεργειακές κρίσεις, αλλά τι θα γίνει στη φανταστική εποχή όταν η ενέργεια θα είναι άφθονη, π.χ. από επεξεργασία νερού;  
- Θα είναι τότε αυτό το είδος σχεδιασμού άχρηστο 
- Θα υπάρξει  άραγε εποχή που η ανθρώπινη άνεση και ευζωία θα είναι ανεξάρτητες από τις δυνάμεις του περιβάλλοντος; 
- Και τι γίνεται με τις μη οικονομικές αξίες που είναι ενσωματωμένες στις ρίζες του, πριν μετατραπεί σε μια πατροναρισμένη ‘αρχιτεκτονική λιτότητας’; 
    · την οικολογική ευθύνη, 
    · τις πολιτικές ιδέες της αποκέντρωσης, της αυτονομίας και της αυτάρκειας, 
    · την επίγνωση των περιορισμένων φυσικών πόρων, 
    · τη χαρά της φυσικής ζωής;
       Γιατί άραγε αυτές οι πτυχές δεν αποτελούν θέματα συνεδρίων ή αντικείμενο προβολής; Έχουν μήπως παροδικό ενδιαφέρον, χωρίς ιδιαίτερη σημασία; Δεν δίνουν τη δυνατότητα υπολογισμών και προσομοίωσης; Ή μήπως είναι πολύ ‘καυτά’ και πέρα από τους επιβεβλημένους κανόνες του συστήματος; 
       Βέβαια υπάρχουν ήδη πολλοί που τονίζουν τις οικολογικές πλευρές του περιβαλλοντικού σχεδιασμού, ή που δέχονται τη βιοκλιματική αρχιτεκτονική ως τρόπο ζωής σε αρμονία με τη Φύση. Αλλά αυτές οι ‘Κασσάνδρες’ που μας προειδοποιούν για την εξάντληση των φυσικών πόρων, για τις κλιματικές αλλαγές που επιφέρει ο άνθρωπος, ή για τους κινδύνους που φέρνει ο πόλεμος με τη Φύση, καλύπτονται από τις αποπλανητικές ιαχές "ξόδευε, ξόδευε, ξόδευε" που αντηχούν στην έρημο των εναλλακτικών κοινωνικών προτάσεων. 
       Ίσως να είναι βολική η αντιμετώπιση του βιοκλιματικού σχεδιασμού σαν μιας ακόμη θεωρητικής μόδας, όπως π.χ. του ‘Μεταμοντέρνου’, ‘Νεο-νεοκλασσικισμού’, ‘High Tech’ κ.λπ. Αφηρημένες αναλύσεις θεμάτων όπως η τάδε Ρωμαϊκή βίλλα στη Φλώριντα μπορεί να ενδιαφέρουν μερικούς θεωρητικούς της αρχιτεκτονικής, αλλά το embargo του πετρελαίου ή ο πόλεμος του Κόλπου δεν απέχουν πολύ, όπως άλλωστε και το Σεράγεβο με κομμένες τις γραμμές παροχής ρεύματος. Και αν κανείς προσπαθήσει να δει στο μέλλον, τέτοιοι εφιάλτες μάλλον θα γίνουν πυκνώτεροι ή και καθημερινή πραγματικότητα. 
      Πολλες περιβαλλοντικές απειλές παγκόσμιας κλίμακας (όπως η αποψίλωση του Αμαζονίου, η μείωση του όζοντος, η υψηλή γεννητικότητα του Τρίτου Κόσμου, ή η άνοδος της μέσης θερμοκρασίας -μεταξύ άλλων) δεν αφήνουν περιθώρια ανεύθυνου εφησυχασμού εκείνων που διαμορφώνουν το περιβάλλον μας. 
       Αυτά τα δεδομένα υπογραμμίζουν την επιτακτική ανάγκη προώθησης -τόσο σε τοπική, όσο και σε παγκόσμια κλίμακα- των βιοκλιματικών ιδεών ως κορμού μιας ‘Πράσινης Αρχιτεκτονικής’, δίνοντας έμφαση στις αξίες της πέρα από τη προσωρινή ‘εξοικονόμηση’. Γιατί τελικά ίσως το θέμα να μην είναι πια η ‘οικονομική’ ή ‘άνετη' διαβίωση, αλλά η επιβίωση του είδους. 
Επίλογος
Στην εποχή μας, όπου ο ατομισμός είναι θριαμβευτής όσο και μύωπας, ο βιοκλιματικός σχεδιασμός μπορεί -και πρέπει- να αποτελέσει την αρχιτεκτονική έκφραση μιας πιο συνετής θεώρησης της κοινωνίας και του περιβάλλοντος. 
       Μια και ο πλανήτης μας αδυνατεί να υποστηρίξει τα Δυτικά καταναλωτικά πρότυπα για όλους τους κατοίκους του, η παράταση της τρέχουσας νοοτροπίας "Ζήσε και άσ’τους να πεθάνουν" δεν επιτρέπει αισιοδοξία για το μέλλον. 
       Συνεπώς όσοι μοχθούν για τη συγκρατημένη χρήση των φυσικών πόρων έχουν ως πρόσθετο καθήκον να δείξουν όχι μόνο το πώς, αλλά και το γιατί πρέπει να κάνουμε κάτι τέτοιο -και μάλιστα με πειστικό τρόπο. Για να γίνει αυτό χρειάζεται, πρώτα απ’όλα, η αποκάλυψη, ανάπτυξη, επεξεργασία και προβολή όλων των επιμέρους παραμέτρων του περιβαλλοντικού προβληματισμού -ποσοτικών και ιδίως ποιοτικών. Επιπλέον (μια και η ανθρώπινη φύση έχει τις αδυναμίες της) επιβάλλεται η προώθηση της αντίστοιχης αρχιτεκτονικής έκφρασης με ελκυστική ‘συσκευασία’. 
       Όσο η αρχιτεκτονική κοινότητα ακούει μόνο για τα τεχνικά στοιχεία των βιοκλιματικών κτιρίων -όπως δηλαδή γίνεται συνήθως σήμερα- δεν μπορούμε να περιμένουμε ικανοποιητικά αποτελέσματα. Απ’ότι φαίνεται, εκείνοι που έχουν ήδη μπει σε ‘ηλιακή τροχιά’, και ιδιαίτερα όσοι πληρώνονται για τη προώθηση της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής, θα πρέπει να θυμηθούν τα δικά τους κίνητρα που τους οδήγησαν σε αυτό το πεδίο: 
- Ήταν μόνο για να μειώσουν τους λογαριασμούς ρεύματος; 
- Ήταν για να παίξουν με κάτι νέο; 
- Ήταν η απόλαυση των υπολογισμών; 
· Ή μήπως ήταν κάποιες άλλες ανησυχίες και οράματα; 
Και τότε ας προσπαθήσουν να προβάλουν εκείνα τα κίνητρα, που έχουν πειστική δύναμη πολύ ανώτερη από μερικούς ‘συλλέκτες υψηλής απόδοσης’ ή κάποιο ‘εύχρηστο πρόγραμμα προσομοίωσης’. 
-Εκτός αν η βιοκλιματική κοινότητα θέλει να παραμείνει ένα ‘πεφωτισμένο γκέττο’ 
 
e-mail
home page  
Page edited 16.6.98